ἐβλάστησα

ἐβλάστησα
βλαστάνω
bud
aor ind act 1st sg
βλαστάω
bring forth
aor ind act 1st sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεβλαστάνω — ή ξεβλασταίνω (Μ ξεβλαστάνω ή ξεβλασταίνω) (για φυτό) φυτρώνω|| μσν. 1. κάνω κάτι να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (για φυτό) βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βλαστάνω (αόρ. ἐξ εβλάστησα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”